- ἔλασσα
- ἔλασσα, [dialect] Ep. [tense] aor. 1 of ἐλαύνω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλασσα — ἐλαύνω drive aor ind act 1st sg (epic) λάζω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλασσα — ἔλασσα , λάζω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσσας — ἐλάσσᾱς , ἐλαύνω drive aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek